άρση

άρση
Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που ήταν η ονομασία του μέρους του μέτρου που τονιζόταν ισχυρότερα. Οι όροι ά. και θέση φαίνεται να προήλθαν από την ορχηστική, όπου η ρυθμική κίνηση του ποδιού του χορευτή υπακούοντας στον ρυθμό, κατά την απαγγελία του μέρους του μέτρου που τονιζόταν ισχυρότερα, ετίθετο, δηλαδή φερότανπρος τη γη (θέση), και κατά την απαγγελία του μέρους που τονιζόταν ασθενέστερα ήρετο, δηλαδή ανυψωνόταν (ά.). Σύμφωνα με μία άλλη ερμηνεία, οι δύο όροι προήλθαν από την κίνηση των χεριών των δασκάλων της ρυθμικής, οι οποίοι, όπως και σήμερα, υποβοηθούσαν την τήρηση του ρυθμού κινώντας ρυθμικά πάνω-κάτω το χέρι τους. Έτσι, η προς τα πάνω κίνηση του χεριού συνέπιπτε με τον ασθενή τόνο (ά.) και η προς τα κάτω με τον ισχυρό (θέση). Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μεταγενέστερους χρόνους οι Λατίνοι από παρανόηση χρησιμοποίησαν τους δύο όρους στις ακριβώς αντίθετες από τις αρχικές σημασίες, καθώς, μη γνωρίζοντας την προέλευσή τους, τους συσχέτισαν με την ύψωση και το χαμήλωμα της φωνής του, που διέταζε ο αρχηγός του χορού με αντίστοιχη ανοδική ή καθοδική κίνηση της μπαγκέτας. Έτσι πέρασαν λανθασμένα και στη Δύση. Η ά. δεν βρίσκεται στην ίδια θέση σε όλα τα είδη των μέτρων· σε άλλα προηγείται και σε άλλα έπεται. Ανάλογα χαρακτηρίζονται ως από άρσεωςαπό θέσεως. Στη νεοελληνική μετρική, όπου o ρυθμός δημιουργείται από την εναλλαγή τονιζόμενων και μη τονιζόμενων συλλαβών, η ά. συμπίπτει πάντοτε με την άτονη συλλαβή. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με την προσωδιακή προφορά, όπου τον ρυθμό δημιουργούσε η εναλλαγή των μακρών και των βραχέων συλλαβών. Στην προσωδιακή μετρική ήταν επομένως δυνατόν η θέση να είναι άτονη και αντίθετα να τονίζεται η ά. Έτσι π.χ. στον δάκτυλο ουρανός, η θέση είναι άτονη και ο τόνος βρίσκεται στην ά., το ίδιο και στον τροχαίο τερπνός. Για τη νεοελληνική όμως τονική μετρική το τερπνός είναι ίαμβος και ο τόνος συμπίπτει πάντα με τη θέση.
* * *
η (AM ἄρσις, -εως) [αίρω]
1. το σήκωμα, η ανύψωση
2. (μετρ.-μουσ.) το αντίθετο της θέσης, η ανύψωση του ποδιού, του χεριού ή του τόνου
αρχ.
1. η ανύψωση, η ανέγερση
2. αυτό που σηκώνει κάποιος, το φορτίο
3. η αφαίρεση, η φθορά, η καταστροφή
4. η άρνηση, η αντίθεση
5. η μετακίνηση, η απομάκρυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άρση — η 1. σήκωμα, αφαίρεση, απομάκρυνση: Αναδείχτηκε νικητής στην άρση βαρών. 2. κατάργηση, ακύρωση: Θεωρείται πιθανή η άρση του στρατιωτικού νόμου στις μικρές πόλεις και στα χωριά. 3. (στη μετρική και τη μουσική), το ασθενέστερο μέρος του μετρικού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρση βαρών — Αθλητικό αγώνισμα που συνίσταται στην ανύψωση, με βάση καθορισμένους κανόνες από διεθνή κανονισμό, μιας σιδερένιας ράβδου με μεταλλικές πλάκες στα άκρα της. Οι πλάκες μπορεί να έχουν ποικίλο βάρος και διαστάσεις, αλλά δεν πρέπει να έχουν διάμετρο …   Dictionary of Greek

  • ἄρση — ἄρσης NT masc voc sg ἄρσις raising fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄρσος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄρσος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρσῃ — ἄρδω water aor subj mid 2nd sg ἄρδω water aor subj act 3rd sg ἄρσης NT masc dat sg (attic epic ionic) ἄρσηι , ἄρσις raising fem dat sg (epic) ἀραρίσκω join aor subj mid 2nd sg ἀραρίσκω join aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρσῃ — ἄρσῃ , ἄρδω water aor subj mid 2nd sg ἄρσῃ , ἄρδω water aor subj act 3rd sg ἄρσῃ , ἄρσης NT masc dat sg (attic epic ionic) ἄρσηι , ἄρσις raising fem dat sg (epic) ἄρσῃ , ἀραρίσκω join aor subj mid 2nd sg ἄρσῃ , ἀραρίσκω join aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • τετράσημος — Στη μετρική και στην ποίηση ο πόδας, ο οποίος σημειώνεται από 4 σημεία. Σημεία είναι τα ελάχιστα μέρη, στα οποία διαιρείται στη μουσική ο χρόνος. Το ελάχιστο χρονικό μέρος, που είναι αισθητό στην ακοή μας, είναι η βραχεία συλλαβή (υ). Αυτή… …   Dictionary of Greek

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”